Ἀλήτας

Ἀλήτας
Ἀλήτᾱς , Ἀλήτης
masc acc pl
Ἀλήτᾱς , Ἀλήτης
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀλήτας — ἀλήτᾱς , ἀλήτης wanderer masc acc pl ἀλήτᾱς , ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερρούσαλος — ἐρρούσαλος και ἔρρουλος, ὁ (Μ) αλήτης, περιπλανώμενος («ἐρρουσάλους Ῥωμαῑοι τοὺς ἀλήτας καὶ πλανωμένους ἐκάλουν oἱ δὲ ἰδιῶται ἐρρούρους αὐτοὺς ἐξ ἀγνοίας λέγουσιν», Ιω. Λυδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”